„οίστρος“: αρσενικό οίστρος [ˈistros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gedankenblitz Gedankenblitzαρσενικό | Maskulinum, männlich m οίστρος οίστρος examples σε οίστρο ζωολογία | Zoologieζωολ läufig σε οίστρο ζωολογία | Zoologieζωολ