„οίκημα“: ουδέτερο οίκημα [ˈikjima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gebäude Gebäudeουδέτερο | Neutrum, sächlich n οίκημα κτήριο οίκημα κτήριο