ξύστρα
[ˈksistra]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Bleistift-)Spitzerαρσενικό | Maskulinum, männlich mξύστραξύστρα
- Schaberαρσενικό | Maskulinum, männlich mξύστρα εργαλείοξύστρα εργαλείο
- Kratzbürsteθηλυκό | Femininum, weiblich fξύστρα βούρτσαξύστρα βούρτσα