„ξύρισμα“: ουδέτερο ξύρισμα [ˈksirizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rasur, Rasieren Rasurθηλυκό | Femininum, weiblich f ξύρισμα Rasierenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξύρισμα ξύρισμα