„ξύνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ξύνομαι [ˈksinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich kratzen sich kratzen ξύνομαι ξύνομαι