„ξυρίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ξυρίζομαι [ksiˈrizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich rasieren sich rasieren ξυρίζομαι ξυρίζομαι