„ξυλόφωνο“: ουδέτερο ξυλόφωνο [ksiˈlofono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Xylofon Xylofonουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξυλόφωνο μουσ ξυλόφωνο μουσ