„ξυλουργός“: αρσενικό ξυλουργός [ksilurˈɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schreiner, Tischler Schreinerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f ξυλουργός Tischlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f ξυλουργός ξυλουργός