„ξυλοπόδαρος“: αρσενικό ξυλοπόδαρος [ksiloˈpoðaros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stelze Stelzeθηλυκό | Femininum, weiblich f ξυλοπόδαρος ξυλοπόδαρος examples περπατώ με ξυλοπόδαρα auf Stelzen gehen περπατώ με ξυλοπόδαρα