„ξυλεία“: θηλυκό ξυλεία [ksiˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Holz (Bau-, Brenn-)Holzουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξυλεία ξυλεία