„ξιφομαχία“: θηλυκό ξιφομαχία [ksifomaˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fechtsport Fechtsportαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξιφομαχία ξιφομαχία