„ξινόγαλα“: ουδέτερο ξινόγαλα [ksiˈnoɣala]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sauermilch Sauermilchθηλυκό | Femininum, weiblich f ξινόγαλα ξινόγαλα