„ξεχύνομαι“: αμετάβατο ρήμα ξεχύνομαι [kseˈçinome]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) losstürmen losstürmen ξεχύνομαι ξεχύνομαι