„ξεχερσώνω“: μεταβατικό ρήμα ξεχερσώνω [kseçerˈsono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) erschließen erschließen ξεχερσώνω ξεχερσώνω