„ξεχειλώνω“: αμετάβατο ρήμα ξεχειλώνω [kseçiˈlono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος>και | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausleiern, sich ausbeulen ausleiern, sich ausbeulen ξεχειλώνω ξεχειλώνω