„ξεχαρβαλωμένος“ ξεχαρβαλωμένος [ksexarvaloˈmenos], ξεχαρβαλωμένη, ξεχαρβαλωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) klapprig klapprig ξεχαρβαλωμένος ξεχαρβαλωμένος