„ξεφορτώνω“: μεταβατικό ρήμα ξεφορτώνω [kseforˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausladen, entladen, abladen ausladen, entladen ξεφορτώνω αυτοκίνητο ξεφορτώνω αυτοκίνητο abladen ξεφορτώνω εμπόρευμα ξεφορτώνω εμπόρευμα