„ξεφορτώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ξεφορτώνομαι [kseforˈtonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) loswerden, abwimmeln loswerden, abwimmeln ξεφορτώνομαι απαλλάσσομαι ξεφορτώνομαι απαλλάσσομαι