„ξεφλουδίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ξεφλουδίζομαι [ksefluˈðizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich abschälen sich abschälen ξεφλουδίζομαι δέρμα ξεφλουδίζομαι δέρμα