„ξευτίλισμα“: ουδέτερο ξευτίλισμα [ksefˈtilizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blamage Blamageθηλυκό | Femininum, weiblich f ξευτίλισμα ξευτίλισμα examples τι ξευτίλισμα! was für eine Blamage! τι ξευτίλισμα!