„ξετύλιγμα“: ουδέτερο ξετύλιγμα [kseˈtiliɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abrollen Abrollenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξετύλιγμα ξετύλιγμα