„ξετρύπωμα“: ουδέτερο ξετρύπωμα [kseˈtripoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufstöbern Aufstöbernουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξετρύπωμα ξετρύπωμα