„ξεσχισμένος“ ξεσχισμένος [ksesçizˈmenos], ξεσχισμένη, ξεσχισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verlottert verlottert ξεσχισμένος ξεσχισμένος