„ξεσκονιστήρι“: ουδέτερο ξεσκονιστήρι [kseskonisˈtiri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Staubwedel Staubwedelαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξεσκονιστήρι ξεσκονιστήρι