„ξεσηκωμένος“ ξεσηκωμένος [ksesikoˈmenos], ξεσηκωμένη, ξεσηκωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) überreizt überreizt ξεσηκωμένος ξεσηκωμένος