„ξερό“: ουδέτερο ξερό [kseˈro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Birne Birneθηλυκό | Femininum, weiblich f ξερό ξερό examples βάλε το ξερό σου να δουλέψει! streng mal deinen Grips an! βάλε το ξερό σου να δουλέψει! δεν κόβει το ξερό του! der ist vielleicht dumm! δεν κόβει το ξερό του!