„ξεροψημένος“ ξεροψημένος [kseropsiˈmenos], ξεροψημένη, ξεροψημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) knusprig knusprig ξεροψημένος ξεροψημένος