„ξεραίνω“: μεταβατικό ρήμα ξεραίνω [kseˈreno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ανα; -άθηκα; -αμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) trocknen, austrocknen, ausdörren trocknen, austrocknen, ausdörren ξεραίνω ξεραίνω