„ξεπρήζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ξεπρήζομαι [kseˈprizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp <-στηκα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abschwellen abschwellen ξεπρήζομαι ξεπρήζομαι