ξεπούλημα
[kseˈpulima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ausverkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mξεπούλημαSchlussverkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mξεπούλημαξεπούλημα
examples
- γενικό ξεπούλημαTotalausverkaufαρσενικό | Maskulinum, männlich m