„ξεπλυμένος“ ξεπλυμένος [ksepliˈmenos], ξεπλυμένη, ξεπλυμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verwaschen verwaschen ξεπλυμένος ξεπλυμένος