„ξεπεσμός“: αρσενικό ξεπεσμός [ksepezˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verfall Verfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξεπεσμός ηθικός ξεπεσμός ηθικός