„ξεπαστρεύω“: μεταβατικό ρήμα ξεπαστρεύω [ksepaˈstrevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abmurksen abmurksen ξεπαστρεύω ξεπαστρεύω