„ξεπέρασμα“: ουδέτερο ξεπέρασμα [kseˈperazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Überwindung Überwindungθηλυκό | Femininum, weiblich f ξεπέρασμα ξεπέρασμα