„ξενύχτης“: αρσενικό ξενύχτης [kseˈnixtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-ηδες> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nachtschwärmer Nachtschwärmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξενύχτης ξενύχτης