„ξενόφοβος“ ξενόφοβος [kseˈnofovos], ξενόφοβη, ξενόφοβοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausländerfeindlich, xenophob ausländerfeindlich, xenophob ξενόφοβος ξενόφοβος