„ξεντύνω“: μεταβατικό ρήμα ξεντύνω [ksenˈdino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausziehen, entkleiden ausziehen, entkleiden ξεντύνω γδύνω ξεντύνω γδύνω