„ξενοκοιμάμαι“: αμετάβατο ρήμα ξενοκοιμάμαι [ksenokjiˈmame]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fremdgehen fremdgehen ξενοκοιμάμαι ξενοκοιμάμαι