„ξενηλασία“: θηλυκό ξενηλασία [ksenilaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einwanderungsverbot Einwanderungsverbotουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξενηλασία ξενηλασία