„ξεναγώ“: μεταβατικό ρήμα ξεναγώ [ksenaˈɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) herumführen herumführen ξεναγώ επισκέπτες ξεναγώ επισκέπτες