„ξενέρωτος“: αρσενικό ξενέρωτος [kseˈnerotos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spaßverderber Spaßverderberαρσενικό | Maskulinum, männlich m ξενέρωτος ξενέρωτος