„ξεμπαρκάρω“: μεταβατικό ρήμα ξεμπαρκάρω [ksebarˈkaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausbooten ausbooten ξεμπαρκάρω ξεμπαρκάρω