ξεμαθαίνω
[ksemaˈθeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-α>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verlernenξεμαθαίνω λησμονώ ό,τι έχω μάθειξεμαθαίνω λησμονώ ό,τι έχω μάθει
examples
- ξεμαθαίνω κάτιsich etwas abgewöhnen