„ξελογιάστρα“: θηλυκό ξελογιάστρα [kseloˈjastra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verführerin Verführerinθηλυκό | Femininum, weiblich f ξελογιάστρα ξελογιάστρα