„ξελαφρώνω“: μεταβατικό ρήμα ξελαφρώνω [kselaˈfrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich ausweinen examples ξελαφρώνω κλαίγοντας sich ausweinen ξελαφρώνω κλαίγοντας