„ξεκρεμώ“: μεταβατικό ρήμα ξεκρεμώ [ksekreˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -ασα; -άστηκα; -ασμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abhängen abhängen ξεκρεμώ κάδρο ξεκρεμώ κάδρο