„ξεκούραση“: θηλυκό ξεκούραση [kseˈkurasi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erholung Erholungθηλυκό | Femininum, weiblich f ξεκούραση ξεκούραση