„ξεκουτιαίνω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα ξεκουτιαίνω [ksekuˈtjeno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verblöden verblöden ξεκουτιαίνω ξεκουτιαίνω examples αυτός ξεκούτιανε τελείως bei ihm rieselt der Kalk αυτός ξεκούτιανε τελείως