ξεκουραστικός
[ksekurastiˈkos], ξεκουραστική, ξεκουραστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- entspannend, erholsamξεκουραστικόςξεκουραστικός
Thank you for your feedback!