„ξεκουράζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ξεκουράζομαι [ksekuˈrazome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ausspannen, sich ausruhen ausspannen, sich ausruhen (από von) ξεκουράζομαι ξεκουράζομαι